- εκσκηνος
- ἔκσκηνοςἔκ-σκηνος2лишенный шатра, бездомный
ἔκσκηνοι ἡλίου Sext. — лишившиеся места под солнцем, т.е. умершие
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἔκσκηνοι ἡλίου Sext. — лишившиеся места под солнцем, т.е. умершие
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
έκσκηνος — ἔκσκηνος, ον (Α) 1. θεατρ. αυτός που βρίσκεται έξω από τη σκηνή 2. συνεκδ. αυτός που βρίσκεται έξω από την επίδραση κάποιου 3. αστρον. «ἔκσκηνοι ἡλίου» έξω από την περιοχή επιδράσεως ή ακτινοβολίας τού ηλίου (Σέξτ. Εμπ.) … Dictionary of Greek
ἔκσκηνοι — ἔκσκηνος disembodied masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)